- ποσθία
- ποσθίᾱ , ποσθίαforeskinfem nom/voc/acc dualποσθίᾱ , ποσθίαforeskinfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποσθία — ἡ, Α 1. η ακροβυστία, η ακροποσθία 2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία] … Dictionary of Greek
ποσθίας — ποσθίᾱς , ποσθία foreskin fem acc pl ποσθίᾱς , ποσθία foreskin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσθίαν — ποσθίᾱν , ποσθία foreskin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσθίαις — ποσθία foreskin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)